- μόρινος
- μόρινος, η, ον,A mulberry-coloured, CPR27.8 (ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μόρινος — μόρινος, η, ον (Α) [μόρον] αυτός που έχει το χρώμα τού μούρου («παλλίολον μόρινον», πάπ.) … Dictionary of Greek
μορίνων — μόρινος mulberry coloured fem gen pl μόρινος mulberry coloured masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μορίνοις — μόρινος mulberry coloured masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μούρσινος — μούρσινος, ίνη, ον (Α) πιθ. αυτός που έχει το χρώμα τής μουριάς ή αυτός που έχει το χρώμα τής μυρτιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένη γραφή τού μόρινος (< μόρον «μούρο») ή < μυρσίνη αντί μύρσινος (βλ. και λ. μούρτζινος)] … Dictionary of Greek